- καταμετρῶν
- καταμετρέωmeasure outpres part act masc nom sg (attic epic doric)καταμετρέωmeasure outpres part act masc nom sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μητατωρικός — και μητατορικός, ή, όν (Α) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μέτρηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. metatōrius, a, um (< metator, oris «ο καταμετρών, ο γεωμέτρης»)] … Dictionary of Greek